- συνετισμός
- ο, Νσυνέτιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνετίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνετισμός — συνετισμός, ο και συνέτιση, η το να κάνεις κάποιον συνετό, να του «βάζεις μυαλό», να τον φρονηματίζεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογίκευση — η [λογικεύομαι] 1. το να σκέπτεται κάποιος λογικά 2. σωφρονισμός, συνετισμός … Dictionary of Greek
σωφρονισμός — ο 1. συνετισμός, λογίκευση. 2. τιμωρία, παραδειγματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)